ὁδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδαῖος''': α, ον. (ὁδὸς) = [[ἐνόδιος]], ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ [[ἔμπορος]] ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum· πρβλ. [[ὁδάω]].
|lstext='''ὁδαῖος''': α, ον. (ὁδὸς) = [[ἐνόδιος]], ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ [[ἔμπορος]] ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum· πρβλ. [[ὁδάω]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l’on transporte, cargaison.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδαῖος Medium diacritics: ὁδαῖος Low diacritics: οδαίος Capitals: ΟΔΑΙΟΣ
Transliteration A: hodaîos Transliteration B: hodaios Transliteration C: odaios Beta Code: o(dai=os

English (LSJ)

α, ον, (ὁδός)

   A = ἐνόδιος, of Hermes, Id. (s.v.l.).    II ὁδαῖα, τά, that for which a merchant travels, merchandise (obtained in exchange for his φόρτος or first freight), Od.8.163, 15.445 ; though a Sch. explains it as = ἐφόδια, Lat. viaticum ; cf. ὁδάω.

German (Pape)

[Seite 291] zum Wege gehörig; τὰ ὁδαῖα, Kaufmannsgut, die Waaren, mit denen der Kaufmann eine Reise unternimmt, Od. 8, 163; ἐπείγετε ὦνον ὁδαίων, 15, 445; Hesych. erkl. πράσιμον καὶ εἰς ἐκδημίαν ἐφόδιον; u. so hat man es in der zweiten Stelle der Od. auch von den auf einer Seefahrt mitzunehmenden Lebensmitteln verstanden.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδαῖος: α, ον. (ὁδὸς) = ἐνόδιος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ ἔμπορος ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = ἐφόδια, Λατ. viaticum· πρβλ. ὁδάω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l’on transporte, cargaison.
Étymologie: ὁδός.