ῥίγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίγιστος''': -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]] (ὡς τὸ [[κύδιστος]] ἐκ τοῦ [[κῦδος]]), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ [[Ζεὺς]] [[ῥίγιστος]] ἀλιτροῖς «[[ὅστις]] [[φοβερός]] ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.
|lstext='''ῥίγιστος''': -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]] (ὡς τὸ [[κύδιστος]] ἐκ τοῦ [[κῦδος]]), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ [[Ζεὺς]] [[ῥίγιστος]] ἀλιτροῖς «[[ὅστις]] [[φοβερός]] ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />le plus glacial ; le plus terrible ; <i>Sp. neutre adv.</i> • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.<br />'''Étymologie:''' Sp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιον]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιστος Medium diacritics: ῥίγιστος Low diacritics: ρίγιστος Capitals: ΡΙΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: rhígistos Transliteration B: rhigistos Transliteration C: rigistos Beta Code: r(i/gistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. formed from ῥιγέω,

   A most horrible, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν Il.5.873; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215, cf. 292; ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν Nic.Th.64.

German (Pape)

[Seite 842] superl. zu ῥίγιον, am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος (ὡς τὸ κύδιστος ἐκ τοῦ κῦδος), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ Ζεὺς ῥίγιστος ἀλιτροῖς «ὅστις φοβερός ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus glacial ; le plus terrible ; Sp. neutre adv. • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.
Étymologie: Sp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιον.