ἀπέρασις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπέρᾱσις''': -εως, ἡ, ([[ἀπεράω]]) τὸ ἐξεμεῖν, [[ἔμετος]], Πλούτ. 2. 134Ε: μεταφορ. Στράβ. 389 (διορθωθὲν ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τοῦ [[ἀπέκρυσις]]). ΙΙ. ἀποχωρισμός, [[ἀφαίρεσις]] ὑγρασίας, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 9, 8. | |lstext='''ἀπέρᾱσις''': -εως, ἡ, ([[ἀπεράω]]) τὸ ἐξεμεῖν, [[ἔμετος]], Πλούτ. 2. 134Ε: μεταφορ. Στράβ. 389 (διορθωθὲν ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τοῦ [[ἀπέκρυσις]]). ΙΙ. ἀποχωρισμός, [[ἀφαίρεσις]] ὑγρασίας, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 9, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />vomissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐράω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀπεράω)
A spitting out, vomiting, Plu.2.134e, Philum.Ven.17.6: metaph., Str.8.8.4 (ἀπέκρυσις codd.). II carrying off of moisture, Thphr.CP2.9.8: metaph., Iamb.Myst.3.9.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, das Ausspeien, Plut. sanit. tu. p. 402; das Ableiten überflüssiger Feuchtigkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρᾱσις: -εως, ἡ, (ἀπεράω) τὸ ἐξεμεῖν, ἔμετος, Πλούτ. 2. 134Ε: μεταφορ. Στράβ. 389 (διορθωθὲν ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τοῦ ἀπέκρυσις). ΙΙ. ἀποχωρισμός, ἀφαίρεσις ὑγρασίας, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 9, 8.