ἀπέχθημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπέχθημα''': -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425. | |lstext='''ἀπέχθημα''': -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεχθάνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A object of hate, ETr.425.
German (Pape)
[Seite 289] τό, Gegenstand des Hasses, Eur. Tr. 425.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχθημα: -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.