ἄπνοος: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπνοος''': -οον, συνῃρ. ἄπνους, ουν, ([[πνέω]]): - ὁ [[ἄνευ]] πνοῆς ἀνέμου, ὁ [[μετὰ]] ὀλίγου ἀέρος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 21, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 9, 1. 2) ὁ [[ἄνευ]] ζωῆς, Ἀνθ. Π. 7. 229, Συλλ. Ἐπιγρ. 6248. 3) ὁ μὴ ἀναπνέων καὶπερ ζῶν, τὰ περὶ τὴν ἄπνουν Ἡρακλείδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 60, 61, 67, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 1. | |lstext='''ἄπνοος''': -οον, συνῃρ. ἄπνους, ουν, ([[πνέω]]): - ὁ [[ἄνευ]] πνοῆς ἀνέμου, ὁ [[μετὰ]] ὀλίγου ἀέρος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 21, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 9, 1. 2) ὁ [[ἄνευ]] ζωῆς, Ἀνθ. Π. 7. 229, Συλλ. Ἐπιγρ. 6248. 3) ὁ μὴ ἀναπνέων καὶπερ ζῶν, τὰ περὶ τὴν ἄπνουν Ἡρακλείδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 60, 61, 67, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> sans souffle, sans vie;<br /><b>2</b> qui respire difficilement;<br /><b>3</b> qui ne sert pas à la respiration;<br /><b>4</b> qui est à l’abri du vent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πνέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. ἄπνους, ουν:—
A without wind, with but little air, ἔαρ Hp.Epid.3.2, cf. Arist.Mete.361b6, Thphr.CP2.9.1. 2 unventilated, οἰκία Plu.2.515b; air-tight, κώρυκος Herod.8.74. II breathless, Theopomp.Com.71. 2 lifeless, AP7.229 (Diosc.), IG 14.1787. 3 without breathing or respiration, Heraclid.Pont.Fr. 72,75 Voss, Arist.HA492a13.
German (Pape)
[Seite 293] ον, zsgzg. ἄπνους, ουν, 1) athemlos, τάρβος Paul. Sil. 60 (Plan. 118); s. über ἡ ἄπνους Ἡρακλείδου Empedocl. Sturz. I p. 56 ff., scheintodt; auch todt, Diosc. 33 (VII, 229). – 2) ohne Luftzug, stickig, οἰκία Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπνοος: -οον, συνῃρ. ἄπνους, ουν, (πνέω): - ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ὁ μετὰ ὀλίγου ἀέρος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 21, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 9, 1. 2) ὁ ἄνευ ζωῆς, Ἀνθ. Π. 7. 229, Συλλ. Ἐπιγρ. 6248. 3) ὁ μὴ ἀναπνέων καὶπερ ζῶν, τὰ περὶ τὴν ἄπνουν Ἡρακλείδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 60, 61, 67, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 sans souffle, sans vie;
2 qui respire difficilement;
3 qui ne sert pas à la respiration;
4 qui est à l’abri du vent.
Étymologie: ἀ, πνέω.