ἄπνοος
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ἄπνοον, contr. ἄπνους, ἄπνουν:—
A without wind, with but little air, ἔαρ Hp.Epid.3.2, cf. Arist.Mete.361b6, Thphr. CP 2.9.1.
2 unventilated, οἰκία Plu.2.515b; airtight, κώρυκος Herod.8.74.
II breathless, Theopomp.Com.71.
2 lifeless, AP7.229 (Diosc.), IG 14.1787.
3 without breathing or without respiration, Heraclid.Pont.Fr. 72,75 Voss, Arist.HA492a13.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. ἄπνους, -ουν
I 1sin viento, no ventoso ἧρ ... ἄπνοον primavera sin vientos Hp.Epid.3.2
•subst. τὰ ἀ. zonas sin viento Arist.Mete.361b6, Thphr.CP 2.9.1.
2 no ventilado οἰκία Plu.2.515b.
II de pers. y anim.
1 que no respira, que no sirve para respirar del oído, Arist.HA 492a14
•exánime ἄπνους, ἄνευρος, ἀσθενής Theopomp.Com.71
•ἡ ἄπνους la mujer sin respiración curada por Empédocles, tit. de Heraclid.Pont.77.2
•muerto κεῖτ' ἄπνους A.R.4.1403, ἐπ' ἀσπίδος ... ἄπνους AP 7.229 (Diosc.), cf. Call.Epigr.5.9, Aesop.36.1, 2, IUrb.Rom.1255 (II/III d.C.), νέκυς Nonn.D.48.400.
2 de cosas inanimado de un odre, Herod.8.74, νεκρᾶς εἰκόνος εἶδος ἄπνουν LXX Sap.15.5, λίθος Nonn.D.25.19, cf. Epiph.Const.Haer.77.17 (p.431.3).
3 fig. carente de espíritu οὔτε ἄ. οὔτε ἄνους οὔτε ἀκάρδιος de Cristo, Gr.Nyss.Apoll.172.28.
III carente de exhalación, olor ἄπνοα πάντ' ἐγένοντο Call.Fr.43.14.
German (Pape)
[Seite 293] ον, zsgzg. ἄπνους, ουν, 1) athemlos, τάρβος Paul. Sil. 60 (Plan. 118); s. über ἡ ἄπνους Ἡρακλείδου Empedocl. Sturz. I p. 56 ff., scheintodt; auch todt, Diosc. 33 (VII, 229). – 2) ohne Luftzug, stickig, οἰκία Plut.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 sans souffle, sans vie;
2 qui respire difficilement;
3 qui ne sert pas à la respiration;
4 qui est à l'abri du vent.
Étymologie: ἀ, πνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἄπνοος: стяж. ἄπνους
1 бездыханный (ἐπ᾽ ἀσπίδος ἤλυθεν ἄ. Anth.);
2 не участвующий в дыхании (κεφαλῆς μόριον Arst.);
3 безветренный (τόπος Arst.);
4 укрытый от ветров (οἰκία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπνοος: -οον, συνῃρ. ἄπνους, ουν, (πνέω): - ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ὁ μετὰ ὀλίγου ἀέρος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 21, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 9, 1. 2) ὁ ἄνευ ζωῆς, Ἀνθ. Π. 7. 229, Συλλ. Ἐπιγρ. 6248. 3) ὁ μὴ ἀναπνέων καὶπερ ζῶν, τὰ περὶ τὴν ἄπνουν Ἡρακλείδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 60, 61, 67, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 1.
Greek Monotonic
ἄπνοος: -ον, συνηρ. ἄ-πνους, -ουν (πνέω), αυτός που δεν έχει ανάσα, ξέπνοος, σε Ανθ.