ἄπνοος

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπνοος Medium diacritics: ἄπνοος Low diacritics: άπνοος Capitals: ΑΠΝΟΟΣ
Transliteration A: ápnoos Transliteration B: apnoos Transliteration C: apnoos Beta Code: a)/pnoos

English (LSJ)

ἄπνοον, contr. ἄπνους, ἄπνουν:—
A without wind, with but little air, ἔαρ Hp.Epid.3.2, cf. Arist.Mete.361b6, Thphr. CP 2.9.1.
2 unventilated, οἰκία Plu.2.515b; airtight, κώρυκος Herod.8.74.
II breathless, Theopomp.Com.71.
2 lifeless, AP7.229 (Diosc.), IG 14.1787.
3 without breathing or without respiration, Heraclid.Pont.Fr. 72,75 Voss, Arist.HA492a13.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. ἄπνους, -ουν
I 1sin viento, no ventoso ἧρ ... ἄπνοον primavera sin vientos Hp.Epid.3.2
subst. τὰ ἀ. zonas sin viento Arist.Mete.361b6, Thphr.CP 2.9.1.
2 no ventilado οἰκία Plu.2.515b.
II de pers. y anim.
1 que no respira, que no sirve para respirar del oído, Arist.HA 492a14
exánime ἄπνους, ἄνευρος, ἀσθενής Theopomp.Com.71
ἡ ἄπνους la mujer sin respiración curada por Empédocles, tit. de Heraclid.Pont.77.2
muerto κεῖτ' ἄπνους A.R.4.1403, ἐπ' ἀσπίδος ... ἄπνους AP 7.229 (Diosc.), cf. Call.Epigr.5.9, Aesop.36.1, 2, IUrb.Rom.1255 (II/III d.C.), νέκυς Nonn.D.48.400.
2 de cosas inanimado de un odre, Herod.8.74, νεκρᾶς εἰκόνος εἶδος ἄπνουν LXX Sap.15.5, λίθος Nonn.D.25.19, cf. Epiph.Const.Haer.77.17 (p.431.3).
3 fig. carente de espíritu οὔτε ἄ. οὔτε ἄνους οὔτε ἀκάρδιος de Cristo, Gr.Nyss.Apoll.172.28.
III carente de exhalación, olor ἄπνοα πάντ' ἐγένοντο Call.Fr.43.14.

German (Pape)

[Seite 293] ον, zsgzg. ἄπνους, ουν, 1) athemlos, τάρβος Paul. Sil. 60 (Plan. 118); s. über ἡ ἄπνους Ἡρακλείδου Empedocl. Sturz. I p. 56 ff., scheintodt; auch todt, Diosc. 33 (VII, 229). – 2) ohne Luftzug, stickig, οἰκία Plut.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 sans souffle, sans vie;
2 qui respire difficilement;
3 qui ne sert pas à la respiration;
4 qui est à l'abri du vent.
Étymologie: , πνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄπνοος: стяж. ἄπνους
1 бездыханный (ἐπ᾽ ἀσπίδος ἤλυθεν ἄ. Anth.);
2 не участвующий в дыхании (κεφαλῆς μόριον Arst.);
3 безветренный (τόπος Arst.);
4 укрытый от ветров (οἰκία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπνοος: -οον, συνῃρ. ἄπνους, ουν, (πνέω): - ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ὁ μετὰ ὀλίγου ἀέρος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 21, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 9, 1. 2) ὁ ἄνευ ζωῆς, Ἀνθ. Π. 7. 229, Συλλ. Ἐπιγρ. 6248. 3) ὁ μὴ ἀναπνέων καὶπερ ζῶν, τὰ περὶ τὴν ἄπνουν Ἡρακλείδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 60, 61, 67, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 1.

Greek Monotonic

ἄπνοος: -ον, συνηρ. ἄ-πνους, -ουν (πνέω), αυτός που δεν έχει ανάσα, ξέπνοος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πνέω
without breath, lifeless, Anth.