ἄπεδος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπεδος''': -ον, (α ἄθροιστ. -[[πέδον]]), [[ἐπίπεδος]], [[ἴσος]] [[πεδινός]], Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, [[ἐπίπεδος]] [[ἐπιφάνεια]], [[πεδιάς]], Ἡρόδ. 4. 62.
|lstext='''ἄπεδος''': -ον, (α ἄθροιστ. -[[πέδον]]), [[ἐπίπεδος]], [[ἴσος]] [[πεδινός]], Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, [[ἐπίπεδος]] [[ἐπιφάνεια]], [[πεδιάς]], Ἡρόδ. 4. 62.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plan, uni.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[πέδον]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεδος Medium diacritics: ἄπεδος Low diacritics: άπεδος Capitals: ΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: ápedos Transliteration B: apedos Transliteration C: apedos Beta Code: a)/pedos

English (LSJ)

ον, (ἀ- copul., πέδον)

   A level, flat, χώρη Hdt.1.110, cf. 9.25, 102, Th.7.78, X.Cyn.6.9:—Subst. ἄπεδον, τό, flat surface, Hdt.4.62.

German (Pape)

[Seite 283] (πέδον, α copulat.), eben, Her. 9, 102; τὸ ἄπεδον, die Ebene, 4, 62; Thuc. 7, 78 u. Sp.; χωρία ἄπεδα Ael. H. A. 16, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπεδος: -ον, (α ἄθροιστ. -πέδον), ἐπίπεδος, ἴσος πεδινός, Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, ἐπίπεδος ἐπιφάνεια, πεδιάς, Ἡρόδ. 4. 62.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plan, uni.
Étymologie: ἀ- cop., πέδον.