ἁπλότης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπλότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῆς φωνῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 17, ΙΙ. [[ἁπλότης]], τῆς μουσικῆς Πλάτ. Πολ. 404Ε· τῆς τροφῆς Διόδ. 3. 17. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἁπλότης]], εἰλικρὶνεια, Ξεν. Κύρ. 1. 4. 3, κτλ., [[ἐλευθεριότης]], [[φιλοδοσία]], [[φιλοδωρία]], Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β΄. κ΄. 2, θ΄. 11, κτλ.
|lstext='''ἁπλότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῆς φωνῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 17, ΙΙ. [[ἁπλότης]], τῆς μουσικῆς Πλάτ. Πολ. 404Ε· τῆς τροφῆς Διόδ. 3. 17. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἁπλότης]], εἰλικρὶνεια, Ξεν. Κύρ. 1. 4. 3, κτλ., [[ἐλευθεριότης]], [[φιλοδοσία]], [[φιλοδωρία]], Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β΄. κ΄. 2, θ΄. 11, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> simplicité;<br /><b>2</b> droiture, franchise.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπλόος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλότης Medium diacritics: ἁπλότης Low diacritics: απλότης Capitals: ΑΠΛΟΤΗΣ
Transliteration A: haplótēs Transliteration B: haplotēs Transliteration C: aplotis Beta Code: a(plo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A singleness, τῆς φωνῆς Arist.Aud.801a19.    II simplicity, πόλεως X.HG6.1.18; κατὰ τὴν μουσικήν Pl.R.404e; τῆς τροφῆς D.S.3.17: of literarystyle, D.H.Rh.9.14: pl., ἁπλότητες λόγων ibid.    2 of persons, simplicity, frankness, sincerity, X.Cyr.1.4.3, LXX Wi.1.1, Plb.1.78.8, D.S.5.66, etc.; ἡ εἰς τὸν Χριστὸν ἁ. 2 Ep.Cor. 11.3.    3 open-heartedness: hence, liberality, ib.8.2, 9.11, cf. IG14.1517.

German (Pape)

[Seite 293] ητος, ἡ, Einfachheit, Plat. Rep. III, 404 e; Redlichkeit, Aesch. 3, 229; bei Sp. Dummheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῆς φωνῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 17, ΙΙ. ἁπλότης, τῆς μουσικῆς Πλάτ. Πολ. 404Ε· τῆς τροφῆς Διόδ. 3. 17. 2) ἐπὶ προσώπων, ἁπλότης, εἰλικρὶνεια, Ξεν. Κύρ. 1. 4. 3, κτλ., ἐλευθεριότης, φιλοδοσία, φιλοδωρία, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β΄. κ΄. 2, θ΄. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 simplicité;
2 droiture, franchise.
Étymologie: ἁπλόος.