ἀποδάσμιος: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδάσμιος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, [[μερίδιον]] ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. [[ἀποδατέομαι]] ΙΙ. | |lstext='''ἀποδάσμιος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, [[μερίδιον]] ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. [[ἀποδατέομαι]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />détaché d’un tout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδασμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A parted off, Φωκέες ἀ. parted from the rest, Hdt. 1.146; ἀ. αἶσα a share apportioned, Opp.H.5.444.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδάσμιος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, μερίδιον ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. ἀποδατέομαι ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
détaché d’un tout.
Étymologie: ἀποδασμός.