Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποδατέομαι

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδᾰτέομαι Medium diacritics: ἀποδατέομαι Low diacritics: αποδατέομαι Capitals: ΑΠΟΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apodatéomai Transliteration B: apodateomai Transliteration C: apodateomai Beta Code: a)podate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι [ᾰ], Ep. -δάσσομαι: Ep. aor.
A -δασσάμην Theoc.17.50, inf. -δάτταθθαι Leg.Gort.4.29:—portion out to others, apportion, ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231; Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118; σοὶ δ' αὖ.. τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595; πάντωνἴσον Pi.N.10.86, cf. Call.Del.9, etc.
II part off, separate, ἀποδασάμενος μόριον ὅσον δὴ τῆς στρατιῆς Hdt.2.103.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. no testimoniado; fut. -δάσομαι c. -ᾰ-, ép. -δάσσομαι Il.17.231, 24.595; aor. ind. -δάσσαο Theoc.17.50, inf. -δάσσασθαι Pi.N.10.86, -δάττασθαι ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.)]
I gener. c. ac. y dat.
1 dar una parte, repartir ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι le daré la mitad de los despojos, Il.17.231, σοὶ δ' αὖ ... τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν Il.24.595, Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι Il.22.118, πάντων ... ἀποδάσσασθαι ἴσον Pi.N.10.86, ἑὰς δ' ἀπεδάσσαο τιμάς le diste sus honores como parte (de los tuyos, ref. a Afrodita), Theoc.17.50, cf. ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.).
2 fig. dedicar una parte Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9.
II separar, apartar c. ac. ἀποδασάμενος τῆς ... στρατιῆς μόριον Hdt.2.103.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδατέομαι: Hom. v.l. = ἀποδαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι [ᾰ], Ἐπ. -δάσσομαι: - ἀπομερίζω, χωρίζω μερίδιον δι’ ἄλλου, ἥμισυ τῷ… ἀποδάσσομαι Ἰλ. Ρ. 231· Ἀχαιοῖς ἀλλ’ ἀποδάσσεσθαι Χ. 118· σοὶ δ’ αὖ… τῶνδ’ ἀποδάσσομαι, ὅσσ’ ἐπέοικεν Ω. 595· πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 162, Καλλ. εἰς Δῆλ. 9, κτλ. ΙΙ. χωρίζω μέρος ἐκ συνόλου τινός, ἀποσπῶ, ἀποδασάμενος τῆς ἑωυτοῦ στρατιῆς μόριον ὅσον δὴ αὐτοῦ κατέλιπε τῆς χώρης οἰκήτορας Ἡρόδ. 2. 103.

English (Slater)

ἀποδᾰτέομαι share out c. acc. & gen. “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86)

Greek Monolingual

ἀποδατέομαι (Α) δατούμαι
1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον
2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου.

Greek Monotonic

ἀποδατέομαι: μέλ. -δάσομαι, Επικ. -δάσσομαι·
I. μοιράζω σε άλλους, διαμοιράζω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. χωρίζω ένα μέρος από το σύνολο, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

I. to portion out to others, to apportion, τί τινι Il.
II. to part off, separate, Hdt.