ἄποιος: Difference between revisions
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
mNo edit summary |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄποιος''': -ον, (ποιὸς) [[ἄνευ]] ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· [[γεῦσις]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον [[ὕδωρ]], καθαρὸν [[ὕδωρ]], Ἀθήν. 33C. | |lstext='''ἄποιος''': -ον, (ποιὸς) [[ἄνευ]] ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· [[γεῦσις]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον [[ὕδωρ]], καθαρὸν [[ὕδωρ]], Ἀθήν. 33C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans qualité, sans propriété.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ποῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ποιός)
A without quality or attribute, στοιχεῖα Placit.1.15.8; ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111; ποιότης Plot.1.8.10; γεῦσις Aret.SA2.7; τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30; ἄποιον ὕδωρ pure water, Ath.1.33c (Sup.); ἄποιος βοτάνη Orib.Fr.52; ἄποιος διαβήτης diabetes insipidus. II (ποιεῖν) inert, ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον (v.l. ἀδύνατον) τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. eund. in Ti.3.337 D.
German (Pape)
[Seite 304] ohne Qualität, ohne Eigenschaft, ὕλη, Materie, Plut. adv. St. 39. Dah. ὕδωρ άποιότατον, reines, farb- u. geschmackloses Wasser, Ath. I, 33 b. Auch vom Geschmack, γεῦσις, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἄποιος: -ον, (ποιὸς) ἄνευ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· γεῦσις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον ὕδωρ, καθαρὸν ὕδωρ, Ἀθήν. 33C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans qualité, sans propriété.
Étymologie: ἀ, ποῖος.