ἀπέχθομαι: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπέχθομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]] κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: [[καθότι]] τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς [[ἐπάχθομαι]], καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]], ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ἀπέχθομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]] κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: [[καθότι]] τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς [[ἐπάχθομαι]], καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]], ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἀπεχθάνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
later form of ἀπεχθάνομαι, Theoc.7.45, Lyc.116, AP5.176 (Mel.), Plu. Marc.22, etc.; for in E.Hipp.1260 ἐπάχθομαι is the better reading; and the inf. ἀπέχθεσθαι freq. found in codd. should be written ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι.
German (Pape)
[Seite 289] s. ἀπεχθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀπεχθάνομαι κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: καθότι τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς ἐπάχθομαι, καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, ὅπερ εἶναι ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ ἀπεχθάνομαι, ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπεχθάνομαι.