ἀπολιβάζω: Difference between revisions
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολῐβάζω''': μέλλ. -ξω, [[κυρίως]], ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ [[ἀπορρίπτω]], «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκπίπτω]], [[πόρρω]] απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω. | |lstext='''ἀπολῐβάζω''': μέλλ. -ξω, [[κυρίως]], ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ [[ἀπορρίπτω]], «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκπίπτω]], [[πόρρω]] απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire déguerpir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λιβάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A cause to drop off, throw away, Pherecr.42. II intr., drop off, vanish, οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.206, cf. Ar.Av.1467.
German (Pape)
[Seite 312] (eigtl. wegtröpfeln). intr., Phereer. u. Eupol. bei B. A. 431 (ἀπὸ τῆς λιβάδος ἐκρυῆναι); Ar. Av. 1467 οὐκ ἀπολιβάξεις, wirst du dich nicht fortpacken? wo der Schol. gar an ἐς Λιβύην ἀποφθερῇ gedacht; Hesych. ἀποῤῥυήσει, ἀποφθερεῖ. Vgl. ἀπολιταργίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῐβάζω: μέλλ. -ξω, κυρίως, ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ ἀπορρίπτω, «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκπίπτω, πόρρω απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.
French (Bailly abrégé)
1 intr. faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;
2 tr. faire déguerpir.
Étymologie: ἀπό, λιβάζω.