ἀποβλίττω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβλίττω''': μέλλ. -βλίσω [ῑ]: [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - [[ἐντεῦθεν]], [[κλέπτω]], [[ἁρπάζω]], ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω.
|lstext='''ἀποβλίττω''': μέλλ. -βλίσω [ῑ]: [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - [[ἐντεῦθεν]], [[κλέπτω]], [[ἁρπάζω]], ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἀπέβλισα]];<br />exprimer, faire sortir en pressant;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποβλίττομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βλίττω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλίττω Medium diacritics: ἀποβλίττω Low diacritics: αποβλίττω Capitals: ΑΠΟΒΛΙΤΤΩ
Transliteration A: apoblíttō Transliteration B: apoblittō Transliteration C: apovlitto Beta Code: a)pobli/ttw

English (LSJ)

   A cut out the comb from the hive: hence, steal away, carry off, ὁ δ' ἀπέβλῐσε θοἰμάτιόν μου Ar.Av.498: aor. Med. ἀπεβλίσατο cj. Reisk. in AP7.34 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 297] (s. βλίττω), auszeideln, den Honig aus den Bienenstöcken ausschneiden; übertr., θοἰμάτιόν τινος ἀπέβλισε Ar. Av. 498; ὡς ἀπὸ μουσῶν σμῆνος ἀπεβλίσατο Antp. Sid. 79 (VII, 34).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλίττω: μέλλ. -βλίσω [ῑ]: ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - ἐντεῦθεν, κλέπτω, ἁρπάζω, ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέβλισα;
exprimer, faire sortir en pressant;
Moy. ἀποβλίττομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, βλίττω.