ἀποσυλάω: Difference between revisions
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσῡλάω''': [[λαμβάνω]] [[λάφυρα]] ἀπό τινος, [[ὅθεν]] ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τί τινος Πινδ. Π. 4. 195. ΙΙ. ἀποστερῶ τινά τινος, ὅς μ’ ἐξέωσε κἀπεσύλησεν πάτρας Σοφ. Ο. Κ. 1330 ([[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμ.), Ἰσαῖος 54. 2: [[ὡσαύτως]], ἀπ. τινά τι Εὐρ. Ἄλκ. 870, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι Αἰσχύλ. Πρ.174. ― ἀποσυλέω καὶ -όω, [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ἀμφίβολος]]. | |lstext='''ἀποσῡλάω''': [[λαμβάνω]] [[λάφυρα]] ἀπό τινος, [[ὅθεν]] ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τί τινος Πινδ. Π. 4. 195. ΙΙ. ἀποστερῶ τινά τινος, ὅς μ’ ἐξέωσε κἀπεσύλησεν πάτρας Σοφ. Ο. Κ. 1330 ([[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμ.), Ἰσαῖος 54. 2: [[ὡσαύτως]], ἀπ. τινά τι Εὐρ. Ἄλκ. 870, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι Αἰσχύλ. Πρ.174. ― ἀποσυλέω καὶ -όω, [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ἀμφίβολος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />piller, ravir ; τινά τινος, τινά [[τι]] dépouiller qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[συλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
A strip off spoils from a person: hence, strip off or take away from, τί τινος Pi.P.4.110. II rob, defraud one of a thing, ὅς μ' . . ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC1330; ὅτε ἐκράτησεν ἡμῶν ἀπεσύλησεν ἂ ἐδύνατο Is.5.30; ἀ. τινά τι E.Alc.870 (lyr.), X.An.1.4.8:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι A.Pr.172 (lyr.); ἱερὰ -συληθέντα τῶν ἀναθημάτων Jul. Or.7.228b. III carry off, τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2.
German (Pape)
[Seite 328] abnehmen, die Rüstung den Erschlagenen, übh. berauben, τί τινος, τοκέων τιμάν, Pind. P. 4, 110; τινά τινος Soph. O. C. 1332; Is. 5, 30; τινά τι Xen. An. 1, 4, 8; Eur. Alc. 870; Luc. Tox. 28; ἀποσυλῶμαί τι Aesch. Prom. 171; κόρην ἐκ τῶν ἀδύτων Heliod. 10, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσῡλάω: λαμβάνω λάφυρα ἀπό τινος, ὅθεν ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τί τινος Πινδ. Π. 4. 195. ΙΙ. ἀποστερῶ τινά τινος, ὅς μ’ ἐξέωσε κἀπεσύλησεν πάτρας Σοφ. Ο. Κ. 1330 (ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμ.), Ἰσαῖος 54. 2: ὡσαύτως, ἀπ. τινά τι Εὐρ. Ἄλκ. 870, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι Αἰσχύλ. Πρ.174. ― ἀποσυλέω καὶ -όω, εἶναι τύπος ἀμφίβολος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
piller, ravir ; τινά τινος, τινά τι dépouiller qqn de qch.
Étymologie: ἀπό, συλάω.