ἀρχισυνάγωγος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχισυνάγωγος''': ὁ, ὁ [[ἀρχηγός]] τῆς συναγωγῆς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ε΄, 22 κἑξ., κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9894β, 9906. ΙΙ. ὁ αρχηγὸς σωματείου τινὸς ἢ ἑταιρείας Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2007, 2221. | |lstext='''ἀρχισυνάγωγος''': ὁ, ὁ [[ἀρχηγός]] τῆς συναγωγῆς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ε΄, 22 κἑξ., κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9894β, 9906. ΙΙ. ὁ αρχηγὸς σωματείου τινὸς ἢ ἑταιρείας Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2007, 2221. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />chef de synagogue.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρχω]], [[συναγωγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A ruler of a synagogue, Ev.Marc. 5.22, al., IG14.2304, Ramsay Cities and Bishoprics No.559:—hence ἀρχι-συνᾰγωγέω, BCH8.463 (Thessalonica, ii A. D.). II master of a guild or company, IGRom.1.782 (Thrace), etc.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Oberster der Synagoge, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχισυνάγωγος: ὁ, ὁ ἀρχηγός τῆς συναγωγῆς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ε΄, 22 κἑξ., κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9894β, 9906. ΙΙ. ὁ αρχηγὸς σωματείου τινὸς ἢ ἑταιρείας Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2007, 2221.