ἀσιτέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσῑτέω''': διατελῶ [[ἄνευ]] τροφῆς, ἀπέχομαι τροφῆς, [[νηστεύω]], Εὐρ. Ἱππ. 277, Πλάτ. Συμπ. 220Α· ἀσ. ἡμέρας δύο Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 5, 5. 2) δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245. | |lstext='''ἀσῑτέω''': διατελῶ [[ἄνευ]] τροφῆς, ἀπέχομαι τροφῆς, [[νηστεύω]], Εὐρ. Ἱππ. 277, Πλάτ. Συμπ. 220Α· ἀσ. ἡμέρας δύο Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 5, 5. 2) δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἠσίτησα;<br />jeûner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσιτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
A abstain from food, fast, E.Hipp.277, Pl.Smp.220a; ἀ. ἡμέρας δύο Arist.HA594b20. 2 have no appetite, Hp.Aph.2.32.
German (Pape)
[Seite 370] nicht essen, fasten, Eur. Hipp. 277; Plat. Conv. 220 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῑτέω: διατελῶ ἄνευ τροφῆς, ἀπέχομαι τροφῆς, νηστεύω, Εὐρ. Ἱππ. 277, Πλάτ. Συμπ. 220Α· ἀσ. ἡμέρας δύο Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 5, 5. 2) δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἠσίτησα;
jeûner.
Étymologie: ἄσιτος.