ἀσπερχές: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσπερχές''': [[ἐσπευσμένως]], σφοδρῶς, θερμῶς, ἀπαύστως, Ὅμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται μόνον τὸν οὐδ. τοῦτον τύπον, ὡς ἐπίρρ. ἰδίως ἐν ταῖς φράσ. ἀσπερχὲς μενεαίνειν Ἰλ. Δ. 32· ἀσπ. κεχολῶσθαι Π. 61, κτλ. (Παρὰ τὸ α ἐπιτατικὸν καὶ τὸ σπέρχομαι, εἶμαι [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], ἐκτὸς ἂν παραδεχθῶμεν τὴν γνώμην τοῦ Ἑρμάννου, [[ὅστις]] παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐνεργ. [[σπέρχω]] καὶ τοῦ στερητ. α). | |lstext='''ἀσπερχές''': [[ἐσπευσμένως]], σφοδρῶς, θερμῶς, ἀπαύστως, Ὅμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται μόνον τὸν οὐδ. τοῦτον τύπον, ὡς ἐπίρρ. ἰδίως ἐν ταῖς φράσ. ἀσπερχὲς μενεαίνειν Ἰλ. Δ. 32· ἀσπ. κεχολῶσθαι Π. 61, κτλ. (Παρὰ τὸ α ἐπιτατικὸν καὶ τὸ σπέρχομαι, εἶμαι [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], ἐκτὸς ἂν παραδεχθῶμεν τὴν γνώμην τοῦ Ἑρμάννου, [[ὅστις]] παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐνεργ. [[σπέρχω]] καὶ τοῦ στερητ. α). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec ardeur, sans trêve, sans relâche.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπέρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
A hotly, unceasingly, Hom., who uses only the neut. form as Adv., esp. in phrase ἀσπερχὲς μενεαίνεις Il.4.32; ἀ. κεχολῶσθαι 16.61, al. (ἀ- intens., σπέρχομαι.)
German (Pape)
[Seite 373] (σπέρχω), heftig, leidenschaftlich, unablässig; μενεαίνειν Iliad. 4, 32. 22, 10 Od. 1, 20; κεχολῶσθαι Iliad. 16, 61; Ἕκτορα ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπε 22, 188; πάρεχον 18, 556; auch Eur. fr. Dan. 51. Die Natur des α ist zweifelhaft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπερχές: ἐσπευσμένως, σφοδρῶς, θερμῶς, ἀπαύστως, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὸν οὐδ. τοῦτον τύπον, ὡς ἐπίρρ. ἰδίως ἐν ταῖς φράσ. ἀσπερχὲς μενεαίνειν Ἰλ. Δ. 32· ἀσπ. κεχολῶσθαι Π. 61, κτλ. (Παρὰ τὸ α ἐπιτατικὸν καὶ τὸ σπέρχομαι, εἶμαι ὀξύθυμος, ὀργίλος, ἐκτὸς ἂν παραδεχθῶμεν τὴν γνώμην τοῦ Ἑρμάννου, ὅστις παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐνεργ. σπέρχω καὶ τοῦ στερητ. α).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ardeur, sans trêve, sans relâche.
Étymologie: ἀ- prosth., σπέρχω.