ἀσώματος: Difference between revisions

From LSJ
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσώμᾰτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἔχων [[σῶμα]], Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κ. ἄλλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 10, περὶ Ψυχ. 1. 2, 20, κ. ἀλλ.· ἀσωματώτατον ὁ αὐτ. 1. 5, 4. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ., κτλ.: ― καὶ ἀσωματοειδής, ές, Κύριλλ.
|lstext='''ἀσώμᾰτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἔχων [[σῶμα]], Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κ. ἄλλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 10, περὶ Ψυχ. 1. 2, 20, κ. ἀλλ.· ἀσωματώτατον ὁ αὐτ. 1. 5, 4. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ., κτλ.: ― καὶ ἀσωματοειδής, ές, Κύριλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans corps, incorporel.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σῶμα]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσώμᾰτος Medium diacritics: ἀσώματος Low diacritics: ασώματος Capitals: ΑΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: asṓmatos Transliteration B: asōmatos Transliteration C: asomatos Beta Code: a)sw/matos

English (LSJ)

ον,

   A disembodied, incorporeal, Pl.Phd.85e, al., Arist.Ph.209a16, de An.404b31, al., Epicur.Ep.1p.22U., Stoic.2.117, etc.; σῶμα ἀσωματώτατον Arist.de An.409b21: Comp. -ώτερος Id.Ph.215b5. Adv. -τως Iamb.Myst.5.16, Procl. Inst.142, Dam.Pr.376.    II non-metallic, Maria ap.Zos.Alch. p.196B.    III in Law, not specified in the body of a document, PSI 6.709.19.

German (Pape)

[Seite 382] (σῶμα), unkörperlich, Cic. N. D. 1, 12; Plut. adv. St. 30 u. öfter Anthol., z. B. I, 33. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσώμᾰτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἔχων σῶμα, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κ. ἄλλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 10, περὶ Ψυχ. 1. 2, 20, κ. ἀλλ.· ἀσωματώτατον ὁ αὐτ. 1. 5, 4. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ., κτλ.: ― καὶ ἀσωματοειδής, ές, Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans corps, incorporel.
Étymologie: ἀ, σῶμα.