αὐτόγραφος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόγρᾰφος''': -ον, ἐπὶ ἐπιστολῆς, ἡ ἰδιοχείρως ὑπὸ τοῦ ἐπιστέλλοντος γραφεῖσα, τὰ δόξαντα εἰς ἐπιστολὰς κατεχώριζον αὐτογράφους Διον. Ἁλ. 5. 7, Πλουτ. Σερτ. 27: τὸ αὐτόγραφον, τὸ ἰδιοχείρως ὑπό τινος γεγραμμένον, τὸ πρωτότυπον, Πλούτ. 2. 1115C.
|lstext='''αὐτόγρᾰφος''': -ον, ἐπὶ ἐπιστολῆς, ἡ ἰδιοχείρως ὑπὸ τοῦ ἐπιστέλλοντος γραφεῖσα, τὰ δόξαντα εἰς ἐπιστολὰς κατεχώριζον αὐτογράφους Διον. Ἁλ. 5. 7, Πλουτ. Σερτ. 27: τὸ αὐτόγραφον, τὸ ἰδιοχείρως ὑπό τινος γεγραμμένον, τὸ πρωτότυπον, Πλούτ. 2. 1115C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />écrit de la propre main de qqn ; acte autographe, écrit original.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόγρᾰφος Medium diacritics: αὐτόγραφος Low diacritics: αυτόγραφος Capitals: ΑΥΤΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: autógraphos Transliteration B: autographos Transliteration C: aftografos Beta Code: au)to/grafos

English (LSJ)

ον,

   A written with one's own hand, ἐπιστολαί D.H. 5.7, Plu.Sert.27; τὸ αὐ. one's own writing, Id.2.1115c.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόγρᾰφος: -ον, ἐπὶ ἐπιστολῆς, ἡ ἰδιοχείρως ὑπὸ τοῦ ἐπιστέλλοντος γραφεῖσα, τὰ δόξαντα εἰς ἐπιστολὰς κατεχώριζον αὐτογράφους Διον. Ἁλ. 5. 7, Πλουτ. Σερτ. 27: τὸ αὐτόγραφον, τὸ ἰδιοχείρως ὑπό τινος γεγραμμένον, τὸ πρωτότυπον, Πλούτ. 2. 1115C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrit de la propre main de qqn ; acte autographe, écrit original.
Étymologie: αὐτός, γράφω.