αὐτόνοος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ [[ἰδίᾳ]] γνώμᾳ, [[ὅπερ]] παραβιάζει τὸ [[μέτρον]]. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ἅπερ]] καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
|lstext='''αὐτόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ [[ἰδίᾳ]] γνώμᾳ, [[ὅπερ]] παραβιάζει τὸ [[μέτρον]]. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ἅπερ]] καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νόος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνοος Medium diacritics: αὐτόνοος Low diacritics: αυτόνοος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΟΣ
Transliteration A: autónoos Transliteration B: autonoos Transliteration C: aftonoos Beta Code: au)to/noos

English (LSJ)

ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships,

   A instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.