ἀφρώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] ἀφροῦ, [[αἷμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β. | |lstext='''ἀφρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] ἀφροῦ, [[αἷμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />écumeux, écumant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφρός]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A foamy, αἷμα Diog.Apoll.6, Hp.Aph.5.13, cf. Acut.53; στόματος ἀ. πέλανος E.Or.220; ὄμβρος Tim.Pers.71 (dub.); γένος Pl. Ti.60b; σπέρματα Corn.ND24. II μήκων ἀ. frothy poppy, Silene inflata, Dsc.4.66; = πέπλος, ib.167 (but, = πεπλίς, Plin.HN27.119); = χαμαισύκη, Ps.-Dsc.4.169.
German (Pape)
[Seite 415] ες, schäumend, voll Schaum, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b; στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 220.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, πλήρης ἀφροῦ, αἷμα Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
écumeux, écumant.
Étymologie: ἀφρός, -ωδης.