ἀφυΐα: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφυΐα''': ἡ [[ἔλλειψις]] φυσικῆς ἱκανότητος ἤ δεξιότητος, τὴν ἀφυΐαν τῆς κάμψεως Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 7· ὀργάνων Στράβων 662, πρβλ. Πλούτ. 2. 104C· ἀφ. [[πρός]] τι, φυσικὴ [[ἀνεπιτηδειότης]], ὁ αὐτ. 2. 1088Β.
|lstext='''ἀφυΐα''': ἡ [[ἔλλειψις]] φυσικῆς ἱκανότητος ἤ δεξιότητος, τὴν ἀφυΐαν τῆς κάμψεως Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 7· ὀργάνων Στράβων 662, πρβλ. Πλούτ. 2. 104C· ἀφ. [[πρός]] τι, φυσικὴ [[ἀνεπιτηδειότης]], ὁ αὐτ. 2. 1088Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />incapacité naturelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφυής]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῠΐα Medium diacritics: ἀφυΐα Low diacritics: αφυΐα Capitals: ΑΦΥΪΑ
Transliteration A: aphyḯa Transliteration B: aphuia Transliteration C: afyia Beta Code: a)fui/+a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of natural power or faculty, τῆς κάμψεως Arist.PA 659a29; φωνητηρίων ὀργάνων Str.14.2.28; ψυχῆς Plu.2.104c; ἀ. πρὸς τὸ ἡδέως ζῆν natural unfitness for... ib.1088b; in pl., ἀφυΐαι, opp. εὐφυΐαι, Porph.Abst.3.8, cf. Colot.in Euthd.2. (Written ἀφύεια in Colot. l.c., Epicur.Nat.Herc.1420.)

German (Pape)

[Seite 416] ἡ, Mangel an natürlicher Anlage, πρός τι Strab. XIV p. 662; Plut.; Ungeschicklichkeit, Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφυΐα: ἡ ἔλλειψις φυσικῆς ἱκανότητος ἤ δεξιότητος, τὴν ἀφυΐαν τῆς κάμψεως Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 7· ὀργάνων Στράβων 662, πρβλ. Πλούτ. 2. 104C· ἀφ. πρός τι, φυσικὴ ἀνεπιτηδειότης, ὁ αὐτ. 2. 1088Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incapacité naturelle.
Étymologie: ἀφυής.