αὐτοάνθρωπος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοάνθρωπος''': ὁ, αὐτὸς ὁ [[ἄνθρωπος]], ὁ [[κυρίως]] [[ἄνθρωπος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6. 5. ΙΙ. ὡς ἀληθὴς [[ἄνθρωπος]], ἀπαράλλακτα ὡς [[ἄνθρωπος]], ἐπὶ ἀνδριάντος, Λουκ. Φιλόψ. 18. | |lstext='''αὐτοάνθρωπος''': ὁ, αὐτὸς ὁ [[ἄνθρωπος]], ὁ [[κυρίως]] [[ἄνθρωπος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6. 5. ΙΙ. ὡς ἀληθὴς [[ἄνθρωπος]], ἀπαράλλακτα ὡς [[ἄνθρωπος]], ἐπὶ ἀνδριάντος, Λουκ. Φιλόψ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> l’homme en soi;<br /><b>2</b> homme vraiment homme, <i>càd</i> vivant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἄνθρωπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A the ideal man, the Form of man, Id.EN1096a35, Metaph.991a29, etc. II a very man, of a statue, Luc.Philops.18.
German (Pape)
[Seite 396] ὁ, 1) der Mensch an u. für sich selbst, Arist. Eth. Nic. 1, 4. – 2) der Mensch, wie er leibt u. lebt, von einer Bildsäule, Luc. Philops. 18.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοάνθρωπος: ὁ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ κυρίως ἄνθρωπος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6. 5. ΙΙ. ὡς ἀληθὴς ἄνθρωπος, ἀπαράλλακτα ὡς ἄνθρωπος, ἐπὶ ἀνδριάντος, Λουκ. Φιλόψ. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 l’homme en soi;
2 homme vraiment homme, càd vivant.
Étymologie: αὐτός, ἄνθρωπος.