παραμαρτάνω: Difference between revisions
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρᾰμαρτάνω''': σφάλλομαι, πλανῶμαι [[μεγάλως]], εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, πρβλ. Πλούτ. 2.89Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμαρτών· ἀποτυχών». | |lstext='''παρᾰμαρτάνω''': σφάλλομαι, πλανῶμαι [[μεγάλως]], εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, πρβλ. Πλούτ. 2.89Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμαρτών· ἀποτυχών». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παραμαρτήσομαι, <i>etc.</i><br />manquer le but.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἁμαρτάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
A err, trespass, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ar.Fr.692a, cf. Plu.2.89e, Hierocl.p.58A.: c. dat., damage, στήλῃ Ath.Mitt.30.327 (Temenothyrae).
German (Pape)
[Seite 489] (s. ἁμαρτάνω), verfehlen, Plut. cap. ex host. ut. p. 278 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰμαρτάνω: σφάλλομαι, πλανῶμαι μεγάλως, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, πρβλ. Πλούτ. 2.89Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμαρτών· ἀποτυχών».
French (Bailly abrégé)
f. παραμαρτήσομαι, etc.
manquer le but.
Étymologie: παρά, ἁμαρτάνω.