συλλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «[[ἀπόδειξις]] [[λόγος]] συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.
|lstext='''συλλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «[[ἀπόδειξις]] [[λόγος]] συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le raisonnement ; <i>particul.</i> syllogistique ; <i>t. de gramm.</i> connecteur, (particule) marquant les articulations logiques ([[ἄρα]], [[ἀλλά]], [[οὐκοῦν]], <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> habile à raisonner, fin, habile.<br />'''Étymologie:''' [[συλλογίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογιστικός Medium diacritics: συλλογιστικός Low diacritics: συλλογιστικός Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syllogistikós Transliteration B: syllogistikos Transliteration C: syllogistikos Beta Code: sullogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inferential, Pl.Def.414e; σύνδεσμοι D.T.642.26, cf. A.D.Conj. 252.5; σημεῖον Gal.15.419.    2 syllogistic, Arist.APr.42a36, al. Adv. -κῶς Id.Rh.1401a8.    3 οἱ -κοί dialecticians, Ph.1.346.

German (Pape)

[Seite 976] ή, όν, zum Schließen, Schlüssemachen, Folgern gehörig, Plat. detin. 414 e, darin geübt.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le raisonnement ; particul. syllogistique ; t. de gramm. connecteur, (particule) marquant les articulations logiques (ἄρα, ἀλλά, οὐκοῦν, etc.);
2 habile à raisonner, fin, habile.
Étymologie: συλλογίζομαι.