συμβιβαστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμβῐβαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14. | |lstext='''συμβῐβαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A leading to reconciliation, Plu.Alc.14; proving, Iamb. in Nic. p.15 P. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.22 C.
German (Pape)
[Seite 978] ή, όν, zur Versöhnung, zum Vertrage, Vergleiche gehörig, dazu führend, Sp.; τὸ συμβιβαστικόν, = συμβίβασις, Plut. Alcib. 14.
Greek (Liddell-Scott)
συμβῐβαστικός: -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
conciliant.
Étymologie: συμβιβάζω.