χαλαζάω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλαζάω''': [[ῥίπτω]] χάλαζαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2· [[πίπτω]] πυκνὸς ὡς [[χάλαζα]], Κωμικ. Ἀνωνυμ. 123. ΙΙ. ([[χάλαζα]] ΙΙ. Ι) ἔχω ἐξανθήματα ἢ οἰδήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 381· χαλαζῶσαι ὕες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 21, 5. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 777.
|lstext='''χᾰλαζάω''': [[ῥίπτω]] χάλαζαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2· [[πίπτω]] πυκνὸς ὡς [[χάλαζα]], Κωμικ. Ἀνωνυμ. 123. ΙΙ. ([[χάλαζα]] ΙΙ. Ι) ἔχω ἐξανθήματα ἢ οἰδήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 381· χαλαζῶσαι ὕες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 21, 5. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 777.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> tomber en grêle;<br /><b>2</b> être ladre, maladie des porcs.<br />'''Étymologie:''' [[χάλαζα]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαζάω Medium diacritics: χαλαζάω Low diacritics: χαλαζάω Capitals: ΧΑΛΑΖΑΩ
Transliteration A: chalazáō Transliteration B: chalazaō Transliteration C: chalazao Beta Code: xalaza/w

English (LSJ)

   A hail, Luc.Bis Acc.2: metaph., fall thick as hail, Com.Adesp.314.    II (χάλαζα 11.1) to have pimples or tubercles, Ar.Eq.381; χαλαζῶσαι [ὕες] Arist.HA603b21.

German (Pape)

[Seite 1326] 1) hageln, behageln, Luc. bis acc. 2 u. a. Sp. – 2) Finnen im Fleische haben; Ar. Equ. 381; Arist. H. A. 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαζάω: ῥίπτω χάλαζαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2· πίπτω πυκνὸς ὡς χάλαζα, Κωμικ. Ἀνωνυμ. 123. ΙΙ. (χάλαζα ΙΙ. Ι) ἔχω ἐξανθήματα ἢ οἰδήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 381· χαλαζῶσαι ὕες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 21, 5. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 777.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tomber en grêle;
2 être ladre, maladie des porcs.
Étymologie: χάλαζα.