βλύω: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλύω''': βλύζω, μ. δοτ., φόνῳ βλύουσαι Λυκ. 301· μ. αἰτ., [[ὕδωρ]]… ἔβλυε πηγὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 2. στίχ. 6· ἀόρ. ἔβλυσε Χρ. Πάσχ. 1087· οὕτω καὶ βλύσσω, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 7. στίχ. 38· βλυστάνω Ἰωάνν. Χρυσ., κτλ.· πρβλ. [[βλίττω]]. [ῡ μεταξὺ δύο μακρῶν συλλαβῶν παρ' Ἐπ., ἀνβλύεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 223, πρβλ. 4. 1417]. | |lstext='''βλύω''': βλύζω, μ. δοτ., φόνῳ βλύουσαι Λυκ. 301· μ. αἰτ., [[ὕδωρ]]… ἔβλυε πηγὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 2. στίχ. 6· ἀόρ. ἔβλυσε Χρ. Πάσχ. 1087· οὕτω καὶ βλύσσω, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 7. στίχ. 38· βλυστάνω Ἰωάνν. Χρυσ., κτλ.· πρβλ. [[βλίττω]]. [ῡ μεταξὺ δύο μακρῶν συλλαβῶν παρ' Ἐπ., ἀνβλύεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 223, πρβλ. 4. 1417]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> sortir en bouillonnant, bouillonner;<br /><b>2</b> laisser couler <i>ou</i> faire jaillir en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue ; à rapprocher pê de <i>all.</i> Quelle -- DELG suppl. : à rapprocher de [[φλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
A = βλύζω, c. dat., φόνῳ βλύουσαι Lyc.301: c. acc., δέμας οἱ ἔβλυεν ὕδωρ Nonn.D.19.287: c. gen., παρ' ὄρει θερμῶν ὑδάτων βλύοντι OGI199.11. [ῡ between two long syll. in Ep., ἀνα-βλύεσκε A.R. 3.223, cf. 4.1417.]
German (Pape)
[Seite 450] fut. βλύσω (vgl. βρύω), 1) hervorquellen, überströmen, voll sein, κύλιξ λυαίῳ Maced. 2 (XI, 58); αἷμα δι' ἕλκεος Qu. Sm. 1, 242, u. sonst bei Sp. – 2) ausgießen, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βλύω: βλύζω, μ. δοτ., φόνῳ βλύουσαι Λυκ. 301· μ. αἰτ., ὕδωρ… ἔβλυε πηγὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 2. στίχ. 6· ἀόρ. ἔβλυσε Χρ. Πάσχ. 1087· οὕτω καὶ βλύσσω, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 7. στίχ. 38· βλυστάνω Ἰωάνν. Χρυσ., κτλ.· πρβλ. βλίττω. [ῡ μεταξὺ δύο μακρῶν συλλαβῶν παρ' Ἐπ., ἀνβλύεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 223, πρβλ. 4. 1417].
French (Bailly abrégé)
1 sortir en bouillonnant, bouillonner;
2 laisser couler ou faire jaillir en bouillonnant.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; à rapprocher pê de all. Quelle -- DELG suppl. : à rapprocher de φλύω.