βοητής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοητής''': -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. [[βοᾶτις]] αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575. | |lstext='''βοητής''': -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. [[βοᾶτις]] αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />criard.<br />'''Étymologie:''' [[βοάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A clamorous, Hp.Ep.19, prob.l. in Morb.Sacr.15, cf. Hsch. s.v. ἠπύτα: Dor. fem., βοᾶτις αὐδά A.Pers.575 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, der Schreier, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βοητής: -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. βοᾶτις αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
criard.
Étymologie: βοάω.