βρωτός: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρωτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[βιβρώσκω]], ὃν δύναταί τις νὰ φάγη, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Ε. ΙΙ. βρωτόν, τό, [[φαγητόν]]· ἀντίθ. τῷ ποτόν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 11· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110. | |lstext='''βρωτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[βιβρώσκω]], ὃν δύναταί τις νὰ φάγη, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Ε. ΙΙ. βρωτόν, τό, [[φαγητόν]]· ἀντίθ. τῷ ποτόν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 11· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />mangeable ; τὸ βρωτόν XÉN nourriture solide.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be eaten, Archestr.Fr.28; φάρμακον, opp. ποτόν, Porph.Abst.1.27. II βρωτόν, τό (τὸν β. Bull.Soc.Alex.6.45), meat, opp. ποτόν, X.Mem.2.1.1; βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp.1110, cf. LXX 1 Es.5.54, Aristeas 128, PSI1.64.21 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 467] eßbar, καὶ ποτός Eur. Suppl. 1110; Xen Mem. 2, 1, 1; καὶ ποτά 4, 2, 31; Archestr. Ath. VII 321 e.
Greek (Liddell-Scott)
βρωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ βιβρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ φάγη, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Ε. ΙΙ. βρωτόν, τό, φαγητόν· ἀντίθ. τῷ ποτόν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 11· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mangeable ; τὸ βρωτόν XÉN nourriture solide.
Étymologie: adj. verb. de βιβρώσκω.