γοήτευμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γοήτευμα''': τό, μαγικὸν [[τέχνασμα]], [[παίγνιον]], [[μαγγανεία]], Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17. | |lstext='''γοήτευμα''': τό, μαγικὸν [[τέχνασμα]], [[παίγνιον]], [[μαγγανεία]], Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[γοητεία]].<br />'''Étymologie:''' [[γοητεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A spell, charm, Pl.Phlb.44c, Alciphr.3.17, Ael. NA3.17, Agath.Praef.; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43.
German (Pape)
[Seite 500] τό, Zauberstück, Trug, Ggstz ἡδονή, Plat. Phil. 44 c; Sp. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γοήτευμα: τό, μαγικὸν τέχνασμα, παίγνιον, μαγγανεία, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.