γύψ: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γύψ''': γῡπός, ὁ, ἁρπακτικόν τι ὅμοιον ἀετῷ, Ἰλ. Χ. 42, κ. ἀλλ.· πιθ. περιλαμβάνον διάφορα εἴδη, τὸν κοινὸν γῦπα (cinereus), τὸν γρυποειδῆ γῦπα (fulvus), καὶ [[ἴσως]] τὸν Αἰγύπτιον γῦπα (Neophron percnopterus)· πρβλ. [[αἰγυπιός]], [[περκνόπτερος]].
|lstext='''γύψ''': γῡπός, ὁ, ἁρπακτικόν τι ὅμοιον ἀετῷ, Ἰλ. Χ. 42, κ. ἀλλ.· πιθ. περιλαμβάνον διάφορα εἴδη, τὸν κοινὸν γῦπα (cinereus), τὸν γρυποειδῆ γῦπα (fulvus), καὶ [[ἴσως]] τὸν Αἰγύπτιον γῦπα (Neophron percnopterus)· πρβλ. [[αἰγυπιός]], [[περκνόπτερος]].
}}
{{bailly
|btext=[[γυπός]] (ὁ) :<br />vautour, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rapproche de [[γύαλον]] « recourbé », pê à cause de la forme du bec ou des serres.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύψ Medium diacritics: γύψ Low diacritics: γυψ Capitals: ΓΥΨ
Transliteration A: gýps Transliteration B: gyps Transliteration C: gyps Beta Code: gu/y

English (LSJ)

γῡπός, ὁ (ἡ only as v.l. in Porph. ap. Eus.PE3.12), Ep. dat.

   A γύπεσσι Il.11.162:—vulture, prob. including several species, 22.42, E.Tr.599, Arist.HA563a5, etc.

German (Pape)

[Seite 512] γυπός, ὁ, Geier, entstanden aus γύοψ, eigentlich = mit gebogenem Antlitz, krummschnabelig, verwandt γύης, γύαλον, γυῖον, vgl. γυρός; Hom. γῦπες Iliad. 4, 237. 16, 836. 18, 271. 22, 42 Odyss. 22, 30; γὐπεσσιν Iliad. 11, 162; γῦπε Odyss. 11, 578; – γύψ Aristoph. Av. 1181, γῦπας 891; – Aristot. Aelian. Plutarch. u. a.

Greek (Liddell-Scott)

γύψ: γῡπός, ὁ, ἁρπακτικόν τι ὅμοιον ἀετῷ, Ἰλ. Χ. 42, κ. ἀλλ.· πιθ. περιλαμβάνον διάφορα εἴδη, τὸν κοινὸν γῦπα (cinereus), τὸν γρυποειδῆ γῦπα (fulvus), καὶ ἴσως τὸν Αἰγύπτιον γῦπα (Neophron percnopterus)· πρβλ. αἰγυπιός, περκνόπτερος.

French (Bailly abrégé)

γυπός (ὁ) :
vautour, oiseau.
Étymologie: DELG rapproche de γύαλον « recourbé », pê à cause de la forme du bec ou des serres.