γωνιώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γωνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) γωνιακός, [[ὅμοιος]] γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812. | |lstext='''γωνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) γωνιακός, [[ὅμοιος]] γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />de forme angulaire.<br />'''Étymologie:''' [[γωνία]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.
German (Pape)
[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.