γραφεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γρᾰφεῖον''': τὸ, ([[γράφω]]) [[ὄργανον]] γραφῆς, κάλαμος, Λατ. stilus, Ἱππ. 261. 10, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C· [[ἐργαλεῖον]] γλυπτικῆς, γλυφίς, [[σμίλη]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 980. 4. ΙΙ. [[τόπος]] ἐν ᾧ καταγράφονται, Newton Ἐπιγραφ. Ἁλικ. σ. 690 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὰ γραφεῖα = [[ἁγιόγραφα]], Ἐκκλ.· ἴδε Jacobson Patr. Ap. 1. σ.105.
|lstext='''γρᾰφεῖον''': τὸ, ([[γράφω]]) [[ὄργανον]] γραφῆς, κάλαμος, Λατ. stilus, Ἱππ. 261. 10, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C· [[ἐργαλεῖον]] γλυπτικῆς, γλυφίς, [[σμίλη]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 980. 4. ΙΙ. [[τόπος]] ἐν ᾧ καταγράφονται, Newton Ἐπιγραφ. Ἁλικ. σ. 690 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὰ γραφεῖα = [[ἁγιόγραφα]], Ἐκκλ.· ἴδε Jacobson Patr. Ap. 1. σ.105.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> stylet pour écrire;<br /><b>2</b> pinceau.<br />'''Étymologie:''' [[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾰφεῖον Medium diacritics: γραφεῖον Low diacritics: γραφείον Capitals: ΓΡΑΦΕΙΟΝ
Transliteration A: grapheîon Transliteration B: grapheion Transliteration C: grafeion Beta Code: grafei=on

English (LSJ)

τό,

   A pencil, Hp.Superf.8 (f.l.), Arist.Ph. 248b8, Macho ap.Ath.13.582c.    2 paint-brush, Plu.2.859e, S.E. P.1.28; graving tool, chisel, Epigr.Gr.980.4 (Philae).    II registry, record-office, Michel595.12 (Halic.), PRyl.65.4 (i B. C.), PAmh. 110.21 (i A. D.), etc.:—written γράφιον, PPetr.3p.155.    III tax on writing-materials, BGU277 ii 11: but in pl., fees for copying, ib. 1214.12.

German (Pape)

[Seite 505] τό, womit man schreibt u. malt, Griffel, Pinsel, Macho bei Ath. XIII, 582 c; Plut. u. a. Sp. – Bei K. S. = ἁγιόγραφα.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾰφεῖον: τὸ, (γράφω) ὄργανον γραφῆς, κάλαμος, Λατ. stilus, Ἱππ. 261. 10, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C· ἐργαλεῖον γλυπτικῆς, γλυφίς, σμίλη, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 980. 4. ΙΙ. τόπος ἐν ᾧ καταγράφονται, Newton Ἐπιγραφ. Ἁλικ. σ. 690 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὰ γραφεῖα = ἁγιόγραφα, Ἐκκλ.· ἴδε Jacobson Patr. Ap. 1. σ.105.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 stylet pour écrire;
2 pinceau.
Étymologie: γράφω.