δαμάλης: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰμάλης''': -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., [[νέος]] [[βοῦς]] δῆλα δὴ [[μόσχος]], «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. [[δάμαλις]]. | |lstext='''δᾰμάλης''': -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., [[νέος]] [[βοῦς]] δῆλα δὴ [[μόσχος]], «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. [[δάμαλις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />jeune taureau, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαμάλη]] et [[δάμαλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
[μᾰ], ου, ὁ, (δαμάζω)
A subduer, Ἔρως Anacr.2.1. II young steer, Arist.HA632a15, AP6.96 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 521] ὁ, 1) der Ueberwältiger, Bezwinger, Έρως Anacr. frg. – 2) ein junger Stier, Arist. H. A. 9, 50; Babr. 37, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάλης: -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., νέος βοῦς δῆλα δὴ μόσχος, «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. δάμαλις.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeune taureau, animal.
Étymologie: cf. δαμάλη et δάμαλις.