δάσος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δάσος''': -εος, τό, (δᾰσὺς) = [[δρυμός]], [[σύνδενδρος]] [[τόπος]], «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ [[πλήρης]] τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28.
|lstext='''δάσος''': -εος, τό, (δᾰσὺς) = [[δρυμός]], [[σύνδενδρος]] [[τόπος]], «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ [[πλήρης]] τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />bois touffu, fourré.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσος Medium diacritics: δάσος Low diacritics: δάσος Capitals: ΔΑΣΟΣ
Transliteration A: dásos Transliteration B: dasos Transliteration C: dasos Beta Code: da/sos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (δᾰσύς)

   A thicket, copse, Men.Epit.25, Str.9.3.13, 17.2.2 (pl.), Ael.NA7.2, etc.    II shagginess, τοῦ σώματος Alciphr. 3.28; roughness, PLeid.X.74.

German (Pape)

[Seite 523] τό, das Dickicht, Gebüsch, Strab., Ael H. A. 7, 2, ὑλῶν; übh. Rauchheit, κλημάτων 3, 40; σώματος Alciphr. 3, 28. Die Atticisten verwerfen das Wort.

Greek (Liddell-Scott)

δάσος: -εος, τό, (δᾰσὺς) = δρυμός, σύνδενδρος τόπος, «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ πλήρης τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
bois touffu, fourré.
Étymologie: δασύς.