δημηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δημηγόρος''': ὁ, ([[ἀγορεύω]]) [[δημόσιος]] [[ἀγορητής]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 520Β, Νόμ. 908D, κτλ.· - τιμαὶ δ., αἱ τιμαὶ τοῦ ἀγορεύοντος, Εὐρ. Ἑκ. 254· στροφαὶ δημηγόροι, τεχνάσματα ῥητορικά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623.
|lstext='''δημηγόρος''': ὁ, ([[ἀγορεύω]]) [[δημόσιος]] [[ἀγορητής]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 520Β, Νόμ. 908D, κτλ.· - τιμαὶ δ., αἱ τιμαὶ τοῦ ἀγορεύοντος, Εὐρ. Ἑκ. 254· στροφαὶ δημηγόροι, τεχνάσματα ῥητορικά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> d’orateur, de rhéteur;<br /><b>II.</b> ὁ [[δημηγόρος]] :<br /><b>1</b> orateur populaire;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> orateur qui flatte le peuple, démagogue.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἀγορεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγόρος Medium diacritics: δημηγόρος Low diacritics: δημηγόρος Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: dēmēgóros Transliteration B: dēmēgoros Transliteration C: dimigoros Beta Code: dhmhgo/ros

English (LSJ)

ὁ, (ἀγορεύω)

   A popular orator, mostly in a bad sense, Pl.Grg.520b, Lg.908d, etc.; ὅρκος ἑτᾳίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101; but δ. ἀγαθοί, opp. ῥήτορες φαῦλοι, X.Mem.2.6.15: as Adj., δημηγόρος, ον,τιμαὶ δ. a speaker's honours, E.Hec.254; στροφαὶ δημηγόροι rhetorical tricks, A.Supp.623. [For accentuation see Herodian - HD]

German (Pape)

[Seite 562] volksrednerisch, στροφαί, Gewandtheit des Volksredners, Aesch. Suppl. 6231 τιμαί, Eur. Hec. 254. – Subst., der Volksredner, Plat. Legg. X, 908 d u. Folgde; auch mit dem Nebenbegriff »dem Volke schmeichelnd«, nicht die Wahrheit, sondern trügerisch zur Ergötzlichkeit sprcchend, Plat. Gorg. 482 c 494 d; dah. ὅρκος δ' ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diphil. Stob. dor. 28, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δημηγόρος: ὁ, (ἀγορεύω) δημόσιος ἀγορητής, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 520Β, Νόμ. 908D, κτλ.· - τιμαὶ δ., αἱ τιμαὶ τοῦ ἀγορεύοντος, Εὐρ. Ἑκ. 254· στροφαὶ δημηγόροι, τεχνάσματα ῥητορικά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. adj. d’orateur, de rhéteur;
II.δημηγόρος :
1 orateur populaire;
2 en mauv. part orateur qui flatte le peuple, démagogue.
Étymologie: δῆμος, ἀγορεύω.