δακτυλικός: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δακτῠλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. [[ψῆφος]], [[λίθος]] ἐντεθειμένος εἰς [[δακτύλιον]], Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ [[δακτυλικός]], ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.
|lstext='''δακτῠλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. [[ψῆφος]], [[λίθος]] ἐντεθειμένος εἰς [[δακτύλιον]], Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ [[δακτυλικός]], ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> dont on joue avec les doigts (instrument de musique, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qu’on porte au doigt (pierre précieuse dans un anneau);<br /><b>3</b> composé de dactyles ; δακτυλικὸν [[μέτρον]] vers dactylique.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλικός Medium diacritics: δακτυλικός Low diacritics: δακτυλικός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: daktylikós Transliteration B: daktylikos Transliteration C: daktylikos Beta Code: daktuliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the finger: αὐλὸς δ. a flute played with the fingers, Ath.4.176f; δ. ψῆφος a stone for calcuiating, AP11.290 (Pall.).    2 for the anus, ἔμπλαστρος Orib.Fr.83, Cass.Fel.74.    II dactylic, ῥυθμός Longin.39.4, Heph.4. Adv. -κῶς, ποδίζεσθαι Eust.11.25.    III = δακτυλιαῖος, διάστημα Theo Sm.p.125 H.

German (Pape)

[Seite 520] 1) für die Finger bestimmt, ὄργανον, ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; ψῆφος, der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, ῥυθμός Longin.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. ψῆφος, λίθος ἐντεθειμένος εἰς δακτύλιον, Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ δακτυλικός, ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 dont on joue avec les doigts (instrument de musique, etc.);
2 qu’on porte au doigt (pierre précieuse dans un anneau);
3 composé de dactyles ; δακτυλικὸν μέτρον vers dactylique.
Étymologie: δάκτυλος.