δεξιολάβος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεξιολάβος''': ὁ, [[λογχοφόρος]]· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 ([[ἔνθα]] ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C. | |lstext='''δεξιολάβος''': ὁ, [[λογχοφόρος]]· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 ([[ἔνθα]] ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />garde <i>ou</i> satellite d’un prince.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[λαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A spearman: in pl., guards, Act.Ap. 23.23 (v.l. δεξιοβόλους).
German (Pape)
[Seite 546] ὁ, Schleuderer od. Schütze, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιολάβος: ὁ, λογχοφόρος· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 (ἔνθα ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
garde ou satellite d’un prince.
Étymologie: δεξιός, λαμβάνω.