διαναπαύω: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαναπαύω''': [[παρέχω]] εἴς τινα [[διάλειμμα]] ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· [[διακόπτω]] τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β. | |lstext='''διαναπαύω''': [[παρέχω]] εἴς τινα [[διάλειμμα]] ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· [[διακόπτω]] τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;<br /><b>2</b> interrompre;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαναπαύομαι prendre un peu de repos.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀναπαύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A allow to rest awhile, Hp.Aph.2.48, Arist.Pol.1339b30, Plu.Flam. 4; interrupt, τὸ συνεχές Luc.Am.7; δ. τὴν ταυτότητα relieve the monotony, D.H.Comp.12:—Med., rest awhile, Pl.Lg.625b, Ph.2.197, Porph.Marc.4:—also intr. in Act., Aristid.Or.51(27).17.
German (Pape)
[Seite 591] (s. παύω), dazwischen ausruhen lassen, τινά, Plat. Polit. 257 c; δύναμιν, Pol. 5, 6 στρατόν, Plut. Marcell. 6; Anton. 38; τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ, unterbrechen, Luc. am. 7. – Med., dazwischen ausruhen, sich erholen, Plat. Conv. 191 c; Luc. Necyom. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαναπαύω: παρέχω εἴς τινα διάλειμμα ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· διακόπτω τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β.
French (Bailly abrégé)
1 donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;
2 interrompre;
Moy. διαναπαύομαι prendre un peu de repos.
Étymologie: διά, ἀναπαύω.