διάταξις: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάταξις''': -εως, ἡ, ([[διατάσσω]]) [[διευθέτησις]], τακτοποίησις στρατευμάτων, Ἡρόδ. 9. 26· ἡ δ. τῶν φυλάκων Δημ. 309. 29· ἡ [[διευθέτησις]] τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, Πλάτ. Τίμ. 53Β· ταύτην ὁ [[κόσμος]] ἔχει τὴν δ. Ἀριστ. Οὐρ. 3. 2, 6. ΙΙ. [[διαταγή]], [[προσταγή]], Πολύβ. 4. 19, 10· [[διαθήκη]], 4. 87, 5· [[συνθήκη]], [[συμφωνία]], 8. 18, 12. | |lstext='''διάταξις''': -εως, ἡ, ([[διατάσσω]]) [[διευθέτησις]], τακτοποίησις στρατευμάτων, Ἡρόδ. 9. 26· ἡ δ. τῶν φυλάκων Δημ. 309. 29· ἡ [[διευθέτησις]] τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, Πλάτ. Τίμ. 53Β· ταύτην ὁ [[κόσμος]] ἔχει τὴν δ. Ἀριστ. Οὐρ. 3. 2, 6. ΙΙ. [[διαταγή]], [[προσταγή]], Πολύβ. 4. 19, 10· [[διαθήκη]], 4. 87, 5· [[συνθήκη]], [[συμφωνία]], 8. 18, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />distribution, disposition.<br />'''Étymologie:''' [[διατάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (διατάσσω)
A disposition, arrangement, of troops, Hdt.9.26; ἡ δ. τῶν φυλάκων D.18.248; disposition of the elements, Pl.Ti.53b; ταύτην ὁ κόσμος ἔχει τὴν δ. Arist.Cael.300b25; of a treatise, Ph.Bel.49.4; Rhet., arrangement of topics, Luc.Hist.Conscr. 24. II command, LXXPs.118(119).91, Plb.4.19.10, Phld.Herc. 1251.20, Po.2.48 (pl.); testamentary disposition, Plb.4.87.5; compact, Id.8.16.12. 2 imperial constitution, θεῖαι δ. WilckenChr.41 iii 20 (iii A. D.); κατὰ διάταξιν τοῦ Ἁδριανοῦ BGU1022.9 (ii A. D.); νεαραὶ δ., title of Justinian's Novels; of the decree of the praefectus Aegypti, WilckenChr.27.10 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάταξις: -εως, ἡ, (διατάσσω) διευθέτησις, τακτοποίησις στρατευμάτων, Ἡρόδ. 9. 26· ἡ δ. τῶν φυλάκων Δημ. 309. 29· ἡ διευθέτησις τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, Πλάτ. Τίμ. 53Β· ταύτην ὁ κόσμος ἔχει τὴν δ. Ἀριστ. Οὐρ. 3. 2, 6. ΙΙ. διαταγή, προσταγή, Πολύβ. 4. 19, 10· διαθήκη, 4. 87, 5· συνθήκη, συμφωνία, 8. 18, 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
distribution, disposition.
Étymologie: διατάσσω.