διακύπτω: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] καὶ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) [[κύπτω]] [[ὥστε]] να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. [[πρός]] τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66. | |lstext='''διακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] καὶ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) [[κύπτω]] [[ὥστε]] να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. [[πρός]] τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se pencher à travers une ouverture pour regarder;<br /><b>2</b> se pencher comme pour regarder à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A stoop and creep through a narrow place, Hdt.3.145, Ar. Ec.930. 2 stoop so as to peep in, Id.Pax78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.Epit.463. 3 look out, διὰ τῆς θυρίδος LXX 4 Ki. 9.30, cf. PMagd.24.4 (iii B.C.), Luc.Asin.45.
German (Pape)
[Seite 585] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
Greek (Liddell-Scott)
διακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω καὶ διέρχομαι διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) κύπτω ὥστε να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. πρός τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher à travers une ouverture pour regarder;
2 se pencher comme pour regarder à travers.
Étymologie: διά, κύπτω.