δέησις: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέησις''': -εως,ἡ,(δέομαι) [[παράκλησις]], τὸ παρακαλεῖν ,ἱκετεύειν ,Ἰσοκρ. 186D,Ἐπ. Πλάτ. 329D,κτλ.·-[[προσευχή]], [[ἱκετεία]],Λυσ. 145.19· δέομαι δ'ὑμῶν…δικαίαν δέησιν Δημ. 845.27·δέησιν ποιεῖσθαι Εὐαγγ.κ. Λουκ. ε', 33,κτλ. ΙΙ.[[ἀνάγκη]], [[χρεία]], ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε· κατά τὰς δεήσεις, κατὰ τὰς ἀνάγκας αὐτῶν , Ἀριστ. Πολ. 1.9,5· δεήσεις εἰσίν αἱ ὀρέξεις ὁ αὐτ. Ρητ. 2.7,2. | |lstext='''δέησις''': -εως,ἡ,(δέομαι) [[παράκλησις]], τὸ παρακαλεῖν ,ἱκετεύειν ,Ἰσοκρ. 186D,Ἐπ. Πλάτ. 329D,κτλ.·-[[προσευχή]], [[ἱκετεία]],Λυσ. 145.19· δέομαι δ'ὑμῶν…δικαίαν δέησιν Δημ. 845.27·δέησιν ποιεῖσθαι Εὐαγγ.κ. Λουκ. ε', 33,κτλ. ΙΙ.[[ἀνάγκη]], [[χρεία]], ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε· κατά τὰς δεήσεις, κατὰ τὰς ἀνάγκας αὐτῶν , Ἀριστ. Πολ. 1.9,5· δεήσεις εἰσίν αἱ ὀρέξεις ὁ αὐτ. Ρητ. 2.7,2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> besoin;<br /><b>2</b> demande, prière.<br />'''Étymologie:''' [[δέω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A entreaty, Lys.2.15 (pl.), Isoc.8.138 (pl.), Pl.Ep.329d (pl.), etc.; δέομαι δ' ὑμῶν . . δικαίαν δέησιν D.29.4; δεήσεις ποιεῖσθαι Ev.Luc. 5.33, cf. Wilcken Chr.41 ii 12 (iii A.D.). 2 written petition, CPHerm.6.10, J.BJ7.5.2, Ph.2.586, PGen.16.10 (iii A.D.). II want, need, Antipho Soph.11; ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Pl.Erx.405e; κατὰ τὰς δεήσεις according to their needs, Arist.Pol.1257a23; δεήσεις εἰσὶν αἱ ὀρέξεις Id.Rh.1385a22.
German (Pape)
[Seite 534] ἡ, das Bitten, die Bitte, Plat. Conv. 183 a; ὁσιωτάτην δέησιν δεόμενος Isaeus 9, 34; δέομαι ὑμῶν δικαίαν δέησιν Demosth. 29, 4; vgl. Plutarch. Tib. Graech. 6 Timol. 5, – das Fragen, die Frage, Plat. Parm. 126 a und Folgende. – Das Bedürfen, Bedürfniß, Plat. Eryx. 405 e; vgl. Arist. rhet. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δέησις: -εως,ἡ,(δέομαι) παράκλησις, τὸ παρακαλεῖν ,ἱκετεύειν ,Ἰσοκρ. 186D,Ἐπ. Πλάτ. 329D,κτλ.·-προσευχή, ἱκετεία,Λυσ. 145.19· δέομαι δ'ὑμῶν…δικαίαν δέησιν Δημ. 845.27·δέησιν ποιεῖσθαι Εὐαγγ.κ. Λουκ. ε', 33,κτλ. ΙΙ.ἀνάγκη, χρεία, ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε· κατά τὰς δεήσεις, κατὰ τὰς ἀνάγκας αὐτῶν , Ἀριστ. Πολ. 1.9,5· δεήσεις εἰσίν αἱ ὀρέξεις ὁ αὐτ. Ρητ. 2.7,2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 besoin;
2 demande, prière.
Étymologie: δέω².