κίχλη: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίχλη''': ῐ φύσει, ἡ, «τσίχλα», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς [[τρία]] εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. [[κιχήλα]], Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] labrus, κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3.
|lstext='''κίχλη''': ῐ φύσει, ἡ, «τσίχλα», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς [[τρία]] εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. [[κιχήλα]], Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] labrus, κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />grive, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[χελιδών]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίχλη Medium diacritics: κίχλη Low diacritics: κίχλη Capitals: ΚΙΧΛΗ
Transliteration A: kíchlē Transliteration B: kichlē Transliteration C: kichli Beta Code: ki/xlh

English (LSJ)

[ῐ by nature], ἡ,

   A thrush (a generic term, including various species, Arist.HA617a18), κ. τανυσίπτεροι Od.22.468, cf. Ar.Av.591, etc.:—Dor. κιχήλα Epich.157, Ar.Nu.339:—late Gr. κίχλα Alex. Tralk.1.10, Gp.15.1.19.    II sea-fish, a species of wrasse, Epich. 60, Antim. ap. Ath.7.304e ('Antiphanes' codd.), Diocl.Fr.135, Arist. HA598a11, Nic.Fr.59, Numen. ap. Ath.7.305c, Opp.H.1.126, 4.173: later κίχλα, Alex.Trall.1.15.

German (Pape)

[Seite 1444] ἡ, 1) Drossel, Krammetsvogel; κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι Od. 22, 468; Ar. Av. 591 u. Folgde; vgl. Arist. H. A. 9, 20 u. Ath. II, 64 f; Sp. auch κίχλα, vgl. κιχήλα. [Die erste Sylbe ist kurz bei Telecl. Ath. VI, 268 c.] – 2) auch ein Meerfisch von ähnlicher Farbe; Arist. H. A. 8, 13; Ath. VII, 305 b.

Greek (Liddell-Scott)

κίχλη: ῐ φύσει, ἡ, «τσίχλα», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς τρία εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. κιχήλα, Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. ἰχθὺς θαλάσσιος labrus, κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
grive, oiseau.
Étymologie: DELG apparenté à χελιδών.