διαρκής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρκής''': -ές, [[ἀρκετός]], [[ἱκανός]], [[ἐπαρκής]], sufficiens, [[χώρα]] Θουκ. 1. 15· [[τροφή]] Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) [[συνεχής]], [[μόνιμος]], διαρκὴς (χρονικ.), durans, [[ὠφέλεια]] Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6. | |lstext='''διαρκής''': -ές, [[ἀρκετός]], [[ἱκανός]], [[ἐπαρκής]], sufficiens, [[χώρα]] Θουκ. 1. 15· [[τροφή]] Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) [[συνεχής]], [[μόνιμος]], διαρκὴς (χρονικ.), durans, [[ὠφέλεια]] Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> suffisant ; <i>particul.</i> qui suffit aux besoins (des habitants);<br /><b>2</b> qui se soutient, qui dure.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀρκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A sufficient, χώρα Th.1.15; τροφή Arist.HA626a2, Thphr.CP1.11.6; δυνάμεις D.H.4.23, etc. 2 lasting, ὠφέλεια D.3.33; ἐπὶ πολύ D.H.6.54: Comp., Luc.Anach.24: Sup., with staying power, of an athlete, Paus.6.13.3; ἵπποι Them.Or.11.146a. Adv. -κῶς S.E.P. 3.115, Eun.Hist.p.209D., Demoph.Sent.10, etc.; δ. ἔχειν τι to be amply provided with, Procop.Pers.1.21, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν in complete competence, X.Mem.2.8.6.
German (Pape)
[Seite 599] ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκής, sufficiens, χώρα Θουκ. 1. 15· τροφή Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. πρός τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) συνεχής, μόνιμος, διαρκὴς (χρονικ.), durans, ὠφέλεια Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 suffisant ; particul. qui suffit aux besoins (des habitants);
2 qui se soutient, qui dure.
Étymologie: διά, ἀρκέω.