διαφυή: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφυή''': ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, [[ἁρμός]], φυσικὸν [[χώρισμα]], [[ῥαφή]], ἡ [[μεταξύ]] τινων [[διάστασις]] καὶ ἐν ταὐτῷ [[συναφή]], τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· [[γραμμή]], [[σχισμή]], [[ἐντομή]], ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[γραμμή]], Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. [[διάφυσις]] ΙΙ. ΙΙ. [[στρῶμα]], [[πέτρωμα]] ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63. | |lstext='''διαφυή''': ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, [[ἁρμός]], φυσικὸν [[χώρισμα]], [[ῥαφή]], ἡ [[μεταξύ]] τινων [[διάστασις]] καὶ ἐν ταὐτῷ [[συναφή]], τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· [[γραμμή]], [[σχισμή]], [[ἐντομή]], ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[γραμμή]], Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. [[διάφυσις]] ΙΙ. ΙΙ. [[στρῶμα]], [[πέτρωμα]] ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séparation naturelle, intervalle, fente.<br />'''Étymologie:''' [[διαφύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (διαφύω)
A natural break, joint, suture, τὰ ὀστᾶ . . διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Pl.Phd.98c, cf. Philostr.VA4.28; distinction, Pl.Plt.259d; dissepiment, as in chestnuts, X.An.5.4.29, cf. Plu.Cic.1; joint in reeds or grasses, Longus 1.10; divisions between the teeth, Plu.Pyrrh.3; cleft in rocks, D.S.5.22. II stratum or vein of earth, stone, metal, Thphr.Lap.63; δ. καὶ φλέβες D.S.3.12. III string-basket, PRyl.97.7 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διαφυή: ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, ἁρμός, φυσικὸν χώρισμα, ῥαφή, ἡ μεταξύ τινων διάστασις καὶ ἐν ταὐτῷ συναφή, τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ ἀλλήλων Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· γραμμή, σχισμή, ἐντομή, ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων γραμμή, Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. διάφυσις ΙΙ. ΙΙ. στρῶμα, πέτρωμα ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
séparation naturelle, intervalle, fente.
Étymologie: διαφύω.