διαφύω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
v. διαφύομαι.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ- en pres. e impf., pero -ῡ- Eratosth.8]
• Morfología: [tema de pres. y fut. sólo en v. med.-pas; aor. rad. atem. διέφυ Emp.B 17.17, Hdt.1.61]
I sobre διά separativo disociarse, separarse διαφύντος ἑνὸς πλέον' ἐκτελέθουσι Emp.B 17.10, cf.l.c., de una vena διαπέφυκε τοῦ ἀγκῶνος ἑκατέρωθεν Hp.Oss.12, διαφῦσαι· διελεῖν Hsch.
•en perf., fig. ser distinto διαπέφυκε δὲ ἀπ' ἀλλήλων τὰ παλαίσματα Philostr.Im.2.32.
II sobre διά ‘en medio de’
1 crecer en medio λεπτὸν ὑμένα ἔχουσι διαπεφυκότα Arist.Fr.335, cf. Thphr.CP 3.7.9, ὀρεινὴ ῥάχις διὰ τοῦ μήκους ὅλου τῆς Ἰταλίας διαπεφυκυῖα Str.2.5.28, βαθὺς διαφύεται αὐλών Eratosth.l.c.
•bot. germinar las semillas τῶν τευτλίων ἔνιά φασιν ... διαφύεσθαι καὶ διαβλαστάνειν Thphr.CP 2.17.7, cf. HP 3.17.2
•del tiempo ponerse por medio, pasar χρόνος διέφυ καὶ πάντα σφι ἐξήρτυτο Hdt.l.c.
•fig., en v. med. penetrar, integrarse c. gen. τουτὶ γὰρ καὶ τῆς σῆς ποιήσεως διαφύσεσθαι pues esto penetrará tu poesía Philostr.Iun.Im.13.2.
2 fig., en perf. y c. compl. en gen. estar enraizado, estar afianzado, estar consolidado διεπεφύκει τῆς τυραννίδος Plu.Dio 12, γένος, ἐξηρτημένον ἀρχῆς μιᾶς καὶ ... κοινωνίαν διαπεφυκυῖαν ἀναφερούσης la familia es una dependiendo de un único origen ... que conlleva una comunidad consolidada Plu.2.559d
•estar familiarizado, conocer bien ἄνδρα πάσης ἀστρολογίας διαπεφυκότα D.C.55.11.1, cf. 46.17.7
•estar asentado de los veteranos de Sila διαπεφυκότες μὲν ὅλης τῆς Ἰταλίας Plu.Cic.14.2.
3 en v. med. pasar a, unirse a πρὸς τὸ συγγενές Gr.Nyss.M.44.104C.
German (Pape)
[Seite 612] (s. φύω); nur διαφύομαι, διέφυν, διαπέφυκα; 1) durchwachsen, vom Auskeimen, Theophr. – 2) dazwischen wachsen, Theophr.; überir., χρόνος διέφυ, Zeit verging dazwischen, Her. 1, 61. – 3) aus einander wachsen, verschieden werden, Empedocl. 35 διέφυ πλέον' ἐξ ἑνὸς εἶναι; vgl. 38. 42. Dah. διαπέφυκε ἀλλήλων, von Natur unterschieden sein, von einander, Philostr. imag. 2, 33; aber auch = mit etwas verwachsen sein, fest daran hangen; τῆς τυραννίδος Plut. Dion. 12; einer Sache kundig sein, τινός, D. Cass. 55, 11 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
seul. aux formes suiv. : prés. Moy. διαφύομαι, ao.2 διέφυν, pf. διαπέφυκα;
1 (διά marquant séparation, avec idée de temps) s'écouler dans l'intervalle : χρόνος διέφυ HDT il s'écoula du temps dans l'intervalle;
2 (διά à travers) au pf., avoir poussé au milieu de, être attaché à : δ. τῆς τυραννίδος PLUT s'enraciner au pouvoir absolu, s'établir et se maintenir roi absolu.
Étymologie: διά, φύω.