πέλυξ: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλυξ''': -υκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. [[πέλλα]]. ΙΙ. [[εἶδος]] πελέκεως Ἀθήν. 392Β, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΓ΄, 29)· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πελέκεως παρὰ Βαβρ. 64. 9· ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς βάρβαρον ὑπὸ τοῦ Φωτ.· ὑποκορ. πελύκιον, τό, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. σ. 4 καὶ 10.
|lstext='''πέλυξ''': -υκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. [[πέλλα]]. ΙΙ. [[εἶδος]] πελέκεως Ἀθήν. 392Β, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΓ΄, 29)· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πελέκεως παρὰ Βαβρ. 64. 9· ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς βάρβαρον ὑπὸ τοῦ Φωτ.· ὑποκορ. πελύκιον, τό, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. σ. 4 καὶ 10.
}}
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br /><b>1</b> écuelle <i>ou</i> bassin de bois;<br /><b>2</b> hache.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πέλεκυς]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλυξ Medium diacritics: πέλυξ Low diacritics: πέλυξ Capitals: ΠΕΛΥΞ
Transliteration A: pélyx Transliteration B: pelyx Transliteration C: pelyks Beta Code: pe/luc

English (LSJ)

υκος, ὁ,

   A = πέλλα 1, Poll.10.105.    II a kind of axe, LXX Je. 23.29, Babr.64.9 (with ῡ), Ath.9.392b, PHamb.10.40 (ii A.D.) ; rejected as barbarous by Phot. s.v. πέλεκυς :—Dim. πελύκιον, τό, Peripl.M.Rubr.6,17, PRyl.393v 15 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 552] υκος, ὁ, = πέλιξ, bei den LXX. = πέλεκυς, von Phot. als ein barbarisches Wort bezeichnet. Den gen. πέλυκος führt Ath. IX, 392 b ohne Erkl. an. Vgl. Lob. Paralipp. p. 140.

Greek (Liddell-Scott)

πέλυξ: -υκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. πέλλα. ΙΙ. εἶδος πελέκεως Ἀθήν. 392Β, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΓ΄, 29)· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πελέκεως παρὰ Βαβρ. 64. 9· ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς βάρβαρον ὑπὸ τοῦ Φωτ.· ὑποκορ. πελύκιον, τό, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. σ. 4 καὶ 10.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
1 écuelle ou bassin de bois;
2 hache.
Étymologie: cf. πέλεκυς.