πολυκόλυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυκόλυμβος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα [[μέλη]] τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.
|lstext='''πολυκόλυμβος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα [[μέλη]] τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui plonge souvent.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κολυμβάω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκόλυμβος Medium diacritics: πολυκόλυμβος Low diacritics: πολυκόλυμβος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: polykólymbos Transliteration B: polykolymbos Transliteration C: polykolymvos Beta Code: poluko/lumbos

English (LSJ)

ον,

   A oft-diving, μέλη, of the frogs, Ar.Ra.245 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 664] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκόλυμβος: -ον, ὁ συχνάκις κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα μέλη τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui plonge souvent.
Étymologie: πολύς, κολυμβάω.